Ένας από τους παλαιούς μεγάλους Γέροντας, καθώς προσηύχετο μια μέρα, ήλθε σε έκστασι κι ανέβηκε με το πνεύμα του στον ουράνιο κόσμο. Εκεί ξεχώρισε τέσσερα διαφορετικά τάγματα δικαίων.
Στο πρώτο είχαν καταταχθή εκείνοι που βασανίστηκαν στη ζωή τους από σωματικές ασθένειες και υπόμειναν αγόγγυστα, ευχαριστώντας τον Θεόν. Στο δεύτερο όσοι εξήσκησαν την αρετή της αγάπης και ανακούφιζαν με κάθε τρόπο τον πλησίον τους. Το τρίτο τάγμα αποτελείτο από ερημίτας και αναχωρητάς που έζησαν με υπερβολική κακοπάθεια και σκληραγωγία. Το τέταρτο το αποτελούσαν όλοι οι υποτακτικοί. Αυτοί έδειχναν να υπερβάλλουν όλους τους άλλους σε δόξα. Σαν διακριτικό του αξιώματός τους φορούσαν ολόχρυσα επιμανίκια.
-Πως συμβαίνει τούτοι οι μικρότεροι να έχουν μεγαλύτερη δόξα από τους άλλους; ρώτησε ο Γέροντας τον Άγγελο που τον συνώδευε.
-Γιατί όλοι οι άλλοι, εξήγησε ο Άγγελος, ζήσανε με το θέλημά τους, ενώ αυτοί κάθε ημέρα το θυσίαζαν για την αγάπη του Θεού, σταυρώνοντας διαρκώς τον ευατό τους.
Ένας νέος μοναχός πήγε να συμβουλευτή κάποιον πνευματικό Γέροντα.
– Κάνω όλα μου τα μοναχικά καθήκοντα, του είπε, και κάτι παραπάνω, κι όμως δεν αναπαύεται η ψυχή μου. Καμμιά παρηγοριά δε παίρνω από τον Θεό.
– Ζής στο θέλημά σου, γι’αυτό σου συμβαίνουν όλα αυτά, του εξήγησε ο Γέροντας.
– Τι πρέπει τότε να κάνω, Αββά για να βρω ανάπαυσι;
– Πήγαινε να βρής ένα Γέροντα, που να έχη φόβο Θεού στη ψυχή του. Παράδωσε του τον ευατό σου μ’όλα του τα θελήματα κι άφησε τον να σε οδηγήση, όπως ξέρει, στο δρόμο του Θεού. Τότε η ψυχή σου θα βρη παρηγορία.
Ο νέος άκουσε τη συμβουλή του Γέροντος κι αναπαύτηκε η ψυχή του.
Λένε για τον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό, πως προτού γίνει Ερημίτης, έζησε πολλά χρόνια στην υποταγή κάποιου Γέροντος στη Θηβαΐδα. Όταν πρωτοπήγε, για να τον δοκιμάση ο Αββάς του, τον πήρε μια μέρα κι αφού περπάτησαν δώσεκα ώρες δρόμο από την καλύβα τους, έφτασαν σ’ένα τόπο άνυδρο.
Πήρε τότε ο Γέροντας το ραβδί του, το έμπηξε στη γη και πρόσταξε το νεαρό Ιωάννη να πηγαίνη κάθε μέρα μ’ένα κάδο νερό να το ποτίζη. Ο καλός υποτακτικός έκανε πρόθυμα τον ορισμό του Γέροντος. Ύστερα από τρία χρόνια το ξερό ξύλο βλάστησε κι έκανε καρύδια. Τα πήρε τότε ο Γέροντας και τα πήγε την Κυριακή στην Εκκλησία. Μετά τη Λειτουργία τα μοίρασε στους Ερημίτας, λέγοντάς τους:
-Ελάτε, αδερφοί, να γευτήτε τους καρπούς της υπακοής.
Ανέβηκε κάποιος κοσμικός από τη Θηβαΐδα στη σκήτη του Αββά Σισώη και του ζήτησε να τον κάνη Μοναχό.
-Άφησες στον κόσμο κανένα στενό συγγενή; τον ρώτησε ο Γέροντας.
-Ναι, ένα γυιό, Αββά.
-Πήγαινε να τον ρίξης πρώτα στο ποτάμι κι ύστερα έλα να σε κάνω Μοναχό, του είπε ο Αββάς Σισώης.
Χωρίς δισταγμό ο άνθρωπος έφυγε να εκτελέση την προσταγή του. Ο Όσιος όμως έστειλε πίσω του το μαθητή του να τον παρακολουθήση και να τον εμποδίση από ένα τέτοιο εγχείρημα. Μόλις τον πρόφθασε εκείνος, έτοιμο να ρίξη το παιδί του στο ποτάμι και τον εμπόδιζε.
-Μη μ’εμποδίζεις, αδερφέ, του έλεγε ο άνθρωπος. Αυτή είναι η προσταγή του Αββά μου.
Ο αδερφός τότε του εξήγησε πως ήθελε μ’αυτό τον τρόπο να τον δοκιμάση ο Γέροντας και μετά βίας τον έπεισε. Μόλις επέστρεψαν στη σκήτη, ο Αββάς Σισώης τον έκανε αμέσως Μοναχό, γιατί αποδείχτηκε τέλειος υποτακτικός.
Ένας πατέρας μια φορά πήρε το μικρό του γυιό και πήγε στην έρημο να γίνη καλόγερος. Έγινε υποτακτικός σ’ένα σοφό Γέροντα.
Εκείνος μια μέρα, για να δοκιμάση την υπακοή του, την στιγμή που άναβε το φούρνο να ψήση τα ψωμιά, του φώναξε να ρίξη μέσα το μικρό γυιό του.
Ο καλός υποτακτικός, χωρίς χρονοτριβή, άρπαξε το παιδί και το πέταξε στο φούρνο. Μα για την υπακοή του η φωτιά σχημάτισε καμάρα γύρω από το παιδί και τ’άφησε τελείως ανέγγιχτο.
Θέλεις να σώσης την ψυχή σου, αδερφέ; λέγει στους υποτακτικούς ο Αββάς Ποιμήν. Γίνε σαν την πέτρινη στήλη. Ούτε όταν σε βρίζουν να εξοργίζεσαι, ούτε όταν σε επαινούν να υψηλοφρονής.
Δώδεκα χρόνια βασανίστηκε από την αρρώστια του ο Αββάς Αμμώης. Όλο αυτό το διάστημα στάθηκε δίπλα του, σαν αναμμένη λαμπάδα, ο Ιωάννης, ο καλός του υποτακτικός, και τον υπηρετούσε σ’όλα. Ο Γέροντας ήταν αυστηρός και ποτέ δεν είπε λόγο γλυκό στο μαθητή του, ούτε ένα «είθε να σωθής». Μα στις τελευταίες του στιγμές, ενώ τον είχαν περικυκλώσει όλοι οι συνασκηταί του, πήρε με συγκίνησι ο Γέροντας στα τρεμάμενα χέρια του τα χέρια του υποτακτικού του, τα φίλησε και ψιθύρισε:
– Τέκνον μου, να είσαι βέβαιος πως σώθηκες για την καλή σου υπακοή.
Ύστερα γύρισε στους Πατέρας και, δείχνοντας τον Ιωάννη, τους είπε:
-Αυτός που βλέπετε, είναι Άγγελος και όχι άνθρωπος.
Ο υποτακτικός κάποιου Γέροντος πήγε να φέρη νερό από το πηγάδι, που ήταν τρείς ώρες μακριά από την καλύβα τους. Σαν έφτασε εκεί, θυμήθηκε πως δεν είχε πάρει το σχοινί μαζί του.
– Κύριε, βοήθησέ με σε τούτη την ανάγκη, δι’ευχών του αγίου μου Γέροντος, προσευχήθηκε ο νεός με πίστι στο Θεό και εμπιστοσύνη στις ευχές του Αββά του.
Είδε τότε με έκπληξι το νερό του πηγαδιού ν’ανεβαίνη ως το χείλος. Όταν γέμισε τα δοχεία του, το νερό ξανακατέβηκε πάλι στην κανονική του στάθμη.
Από το βιβλίο «Γεροντικόν» – Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρα Χαμπάκη (Ηγουμένη Ι. Μονής Οσίου Θεοδοσίου).